ἐλάφειος

ἐλάφειος
ἐλάφειος [], ον,
A of a stag or hart, κέρας hartshorn, Arist.HA534b23; ἐ. κρέα venison, X.An.1.5.2, PSI6.594.15 (iii A.D.).
b ἐ. δίκτυα for catching stags, Aen.Tact.11.6, 38.7.
2 deer-like, cowardly, EM326.10.
3 ἐλάφειον, τό,= ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐλάφειος — of a stag masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάφειος — α, ο (ΑΜ ἐλάφειος, ον) ο ελαφήσιος αρχ. 1. (για κυνηγετικό δίχτυ) κατάλληλος για την παγίδευση ελαφιού 2. ο δειλός …   Dictionary of Greek

  • ἐλάφειον — ἐλάφειος of a stag masc/fem acc sg ἐλάφειος of a stag neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφείοις — ἐλάφειος of a stag masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφείου — ἐλάφειος of a stag masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφείων — ἐλάφειος of a stag masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαφείῳ — ἐλάφειος of a stag masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάφεια — ἐλάφειος of a stag neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλάφειοι — ἐλάφειος of a stag masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”